καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
περκασμός — ὁ, Α [περκάζω] το μαύρισμα τών σταφυλιών που ωριμάζουν … Dictionary of Greek
υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek
υποπερκάζω — Α (για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek
ԽԱՅԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c չ. ԽԱՅԾԵՄ ԽԱՅԾԻՄ. περκάζω varior, maturesco, nigresco. Անկանիլ խայծից կամ խայտից ʼի խաղողս. սկսանիլ կարմրիլ եւ սեւանալ խաղաղոյ. հասուանալ. խայծ ինկնալ, հասուննալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԱՅԾԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ձ. ԽԱՅԾԵՄ ԽԱՅԾԻՄ. περκάζω varior, maturesco, nigresco. Անկանիլ խայծից կամ խայտից ʼի խաղողս. սկսանիլ կարմրիլ եւ սեւանալ խաղաղոյ. հասուանալ. խայծ ինկնալ, հասուննալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καταπερκάζοντος — κατά περκάζω become dark pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)